βόσκομαι

βόσκομαι
βόσκω
feed
fut ind mid 1st sg (doric)
βόσκω
feed
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βόσκομαι — βόσκομαι, βοσκήθηκα, βοσκημένος βλ. πίν. 151 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… …   Dictionary of Greek

  • αμφιβόσκομαι — ἀμφιβόσκομαι (Α) βόσκω γύρω, τρώγω από παντού «ἐχίδνης ἰός ἀμφιβόσκεται» (Λουκιανός). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + βόσκομαι] …   Dictionary of Greek

  • βοτέομαι — (Α) [βοτόν] βόσκομαι …   Dictionary of Greek

  • ποιμαίνω — ΝΜΑ 1. (για ποιμένα) οδηγώ ποίμνια στη βοσκή, βόσκω κοπάδια 2. (για τον θεό ή για πνευματικούς ηγέτες και θρησκευτικούς αρχηγούς) καθοδηγώ, χειραγωγώ («ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῡ Θεοῡ», ΚΔ) 3. μτφ. κατευθύνω, διευθύνω, διοικώ… …   Dictionary of Greek

  • προβατεύω — Α [προβατεύς] 1. διατηρώ, εκτρέφω πρόβατα 2. βόσκω πρόβατα, είμαι ποιμένας προβάτων 3. παθ. προβατεύομαι βόσκομαι, τρώγομαι από πρόβατα …   Dictionary of Greek

  • βοσκιέμαι — βοσκιέμαι, βοσκήθηκα, βοσκημένος βλ. πίν. 59 και πρβλ. βόσκομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ՃԱՐԱԿԵՄ — (եցի.) NBH 2 0174 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c, 12c ն. ՃԱՐԱԿԵՄ ՃԱՐԱԿԻՄ. νέμω, νέμομαι, βόσκω , βόσκομαι, ποιμαίνω pasco, pascor ἑσθίω edo, vescor. Դարմանել ճարակօք, եւ ճարակիլ. արածել. եւ արածիլ. ուտել. ռմկ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”